- ὀλιγοσιτία
- ὀλῐγοσῑτ-ία, ἡ,A small eating, moderation in food, Arist.Pol.1272a22,Pr.863b24, Thphr.Lass. 17, Sor.1.65, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀλιγοσιτία — ὀλιγοσῑτίᾱ , ὀλιγοσιτία small eating fem nom/voc/acc dual ὀλιγοσῑτίᾱ , ὀλιγοσιτία small eating fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίᾳ — ὀλιγοσῑτίαι , ὀλιγοσιτία small eating fem nom/voc pl ὀλιγοσῑτίᾱͅ , ὀλιγοσιτία small eating fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγοσιτία — η (Α ὀλιγοσιτία) [ολιγόσιτος] εγκράτεια στο φαγητό, λιγοφαγία («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται καθάπερ oἱ νοσοῡντες», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
ὀλιγοσιτίαι — ὀλιγοσῑτίαι , ὀλιγοσιτία small eating fem nom/voc pl ὀλιγοσῑτίᾱͅ , ὀλιγοσιτία small eating fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίας — ὀλιγοσῑτίᾱς , ὀλιγοσιτία small eating fem acc pl ὀλιγοσῑτίᾱς , ὀλιγοσιτία small eating fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίαις — ὀλιγοσῑτίαις , ὀλιγοσιτία small eating fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίαν — ὀλιγοσῑτίᾱν , ὀλιγοσιτία small eating fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίη — ὀλιγοσῑτίη , ὀλιγοσιτία small eating fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίην — ὀλιγοσῑτίην , ὀλιγοσιτία small eating fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίῃ — ὀλιγοσῑτίῃ , ὀλιγοσιτία small eating fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίῃσι — ὀλιγοσῑτίῃσι , ὀλιγοσιτία small eating fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)